κογγιάριον

κογγιάριον
κογγιάριον, τὸ (AM)
μσν.
διανομή στον λαό
αρχ.
μέτρο υγρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. congiarium. Η σημ. τής «διανομής» προέκυψε από ρωμαϊκές παροχές στον λαό (λ.χ. λαδιού) ποσότητας ενός κογγιαρίου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”